- ὁρμώμενος
- ὁρμάωset in motionpres part mp masc nom sgὁρμάζωfut part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορμώ — (I) (Α ὁρμῶ, άω) [ορμή] 1. κινούμαι βίαια προς τα εμπρός, ρίχνομαι, χυμώ, εφορμώ, επιτίθεμαι (α. «όρμησε να τόν χτυπήσει» β. «ὥρμησαν ἁμιλλᾱσθαι ἐπὶ τὸ ἄκρον» γ. «όρμησε στη μάχη» δ. «ἐς ἀγῶνα τὸνδ ἔνοπλος ὁρμᾷ», Ευρ.) νεοελλ. (μέσ. και παθ.)… … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek
όρομαι — ὄρομαι (Α) 1. (μόνο εν σύνθ. με την πρόθ. ἐπί, πάντοτε όμως με τμήση) επιβλέπω, επιτηρώ, φυλάσσω προσεκτικά («ἐπὶ δ ἀνὴρ ἐσθλὸς ὀρώρειν Μηριόνης», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὀρόμενος ὁρμώμενος» β) «ὄρονται ἐφορμῶσιν, ἐπακολουθοῡσιν».… … Dictionary of Greek
Κουριέ, Πολ Λουί — (Paul Louis Courier, Παρίσι 1772 – Βερέτς, Εντρ ε Λουάρ 1825). Γάλλος συγγραφέας. Γιος κτηματία, ακολούθησε περίπου για μία δεκαπενταετία τη σταδιοδρομία του αξιωματικού, κατά τη διάρκεια της οποίας επιβεβαιώθηκαν οι πικρές κρίσεις του για τη… … Dictionary of Greek
Πικιώνης, Δημήτριος — (Πειραιάς 1887 – Αθήνα 1968). Έλληνας αρχιτέκτονας, καθηγητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου και Ακαδημαϊκός. Ο Π. σπούδασε αρχικά πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο, ορμώμενος ωστόσο από την έμφυτη κλίση του προς τη ζωγραφική, παρακολουθούσε συγχρόνως… … Dictionary of Greek
ορμώμαι — βλ. πίν. 61 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: ορμώμαι : η έννοια έχει διαχωριστεί από εκείνη του ορμάω. Το ορμώμαι σημαίνει και → έχω κάτι ως αφετηρία ή ως αιτία, αφορμή, και → κατάγομαι. Εύχρηστη η μτχ. ορμώμενος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής